- ὁρμῶντας
- ὁρμάωset in motionpres part act masc acc plὁρμάζωfut part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεφάλλομαι — ἀνεφάλλομαι (Α) [εφάλλομαι] αναπηδώ ορμώντας εναντίον κάποιου (μόνο η μτχ. ανεπάλμενος χρησιμοποιείται βλ. και αναπάλλω) … Dictionary of Greek
μεταΐγδην — (Α) επίρρ. ορμώντας κατόπιν, ορμητικά, με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] … Dictionary of Greek